τρυγία

τρυγία
η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α [τρύξ, τρυγός]
το κατακάθι τού κρασιού, τρύξ*
νεοελλ.
1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών προγομφίων τής κάτω γνάθου καθώς και στις παρειακές επιφάνειες τών άνω γομφίων, κν. πέτρα τών δοντιών
2. (τροφ. τεχνολ.-χημ.) η υποστάθμη που σχηματίζεται στο κρασί και προσκολλάται στον πυθμένα και στα τοιχώματα τών σκευών, τών βαρελιών και τών δεξαμενών ή αλλού όπου αποθηκεύεται το προϊόν για μεγάλο χρονικό διάστημα
3. φρ. «λευκή τρυγία» — βλ. τρυγικός
αρχ.
νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση, γλεύκος, μούστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρυγία — τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc/acc dual τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc nom/voc/acc dual τρυγίας full of lees masc voc sg τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc voc sg (attic) τρυγίᾱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίᾳ — τρυγίᾱͅ , τρυγία lees fem dat sg (attic doric aeolic) τρυγίαι , τρυγίας full of lees masc nom/voc pl τρυγίᾱͅ , τρυγίας full of lees masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγία — η 1. η λάσπη του κρασιού, η τρυγιά. 2. το πουρί (ιδίως των δοντιών): Οδοντική τρυγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυγίας — τρυγίᾱς , τρυγία lees fem acc pl τρυγίᾱς , τρυγία lees fem gen sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc acc pl τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίαν — τρυγίᾱν , τρυγία lees fem acc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱν , τρυγίας full of lees masc acc sg (attic epic doric aeolic) τρυγίας full of lees masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγιῶν — τρυγία lees fem gen pl τρυγίας full of lees masc gen pl τρυγίζω look like lees fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίη — τρυγία lees fem nom/voc sg (epic ionic) τρυγίας full of lees masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγίῃ — τρυγία lees fem dat sg (epic ionic) τρυγίας full of lees masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… …   Dictionary of Greek

  • τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”