τρυγία — τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc/acc dual τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc nom/voc/acc dual τρυγίας full of lees masc voc sg τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc voc sg (attic) τρυγίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίᾳ — τρυγίᾱͅ , τρυγία lees fem dat sg (attic doric aeolic) τρυγίαι , τρυγίας full of lees masc nom/voc pl τρυγίᾱͅ , τρυγίας full of lees masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγία — η 1. η λάσπη του κρασιού, η τρυγιά. 2. το πουρί (ιδίως των δοντιών): Οδοντική τρυγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρυγίας — τρυγίᾱς , τρυγία lees fem acc pl τρυγίᾱς , τρυγία lees fem gen sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc acc pl τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίαν — τρυγίᾱν , τρυγία lees fem acc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱν , τρυγίας full of lees masc acc sg (attic epic doric aeolic) τρυγίας full of lees masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγιῶν — τρυγία lees fem gen pl τρυγίας full of lees masc gen pl τρυγίζω look like lees fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίη — τρυγία lees fem nom/voc sg (epic ionic) τρυγίας full of lees masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίῃ — τρυγία lees fem dat sg (epic ionic) τρυγίας full of lees masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
τρύγα — η / τρύξ, τρυγός, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυξ Ν νεοελλ. 1. η οδοντική τρυγία, η πέτρα τών δοντιών, πουρί 2. χημ. κοινή ονομασία τού όξινου τρυγικού καλίου, το κρεμοτάρταρο 3. φρ. «εμετική τρύγα» (φαρμ.) η ένωση τρυγικό καλιοαντιμονύλιο μσν. αρχ. φρ.… … Dictionary of Greek